- ενδεκαετής
- ης, ες одиннадцатилётний
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἑνδεκαετής — of eleven years masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδεκαετής — ές και ενδεκαέτης, ετες (Α ένδεκαετής, ές και ενδεκαέτης, ετες) αυτός που έχει ηλικία ή διάρκεια ένδεκα ετών … Dictionary of Greek
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
ενδεκέτης — ἑνδεκέτης, ες (θηλ. και ἑνδεκέτις, ιδος) (Α) ο ενδεκαετής … Dictionary of Greek
Ιεροβοάμ — Όνομα δύο βασιλιάδων του Ισραήλ. 1. Ι. Α’ (; – 910 π.Χ.). Ιδρυτής και πρώτος βασιλιάς του κράτους του Ισραήλ (930 910 π.Χ.) μετά τον θάνατο του Σολομώντα. Καταγόταν από τη φυλή του Εφραίμ. Ο Ι. υπηρετούσε στον στρατό του Σολομώντα ως ανώτερος… … Dictionary of Greek